Τρίτη 6 Οκτωβρίου 2015

Αψλές ιπισκίψεις στ’ Μυτιλήν!


 Αχ μουρέλι’μ ! Πήγαν!. Είδαν τσι παγήκαν! Τι απάντιχις να σ’πουν;
«βγάτι σείς , μέσ’ απ’ του σπτέλ(ι) σας; Απαντέχειν άλλ(ι) να μπούν;!

Πήγαν στ’ Μώρια. Στου λιμάν(ι) μας. Είδαν τσούρμου τς ναυαγοί,
Τσ’ πρόσφυγις κι τσ’ μιτανάστις, παστουμέν(ι) που’ν, σα τσ’κουλοί!

Είδαν, νιοί ’τσι κουπιλούδις, τς μουρέρια μια σταλιά,
Παλ(ι) καρέλια τσι παππούδις, μι γγουλέλια αγκαλιά.

Ένα τσούρμου αλαφιασμένου π’ γλίτουσι απ’ του κακό
Κι είνι κι φχαρηστιμένου, που ε πνίγκι στου γιαλό!

Είν’ αθρώπ  όμους που θέλειν, τσι να φάν τσι να κμιθούν.
Κι οι ντόπγ’ ότ κι να κάνιν, να τσ’ βουλέψειν ε μπουρούν!

Φτάν(ι) η φτώχια βρε η θκιάντουν, π’ τς ’έχ(ι)’ μαδίς ως του πιτσί!
Κι όμους προυσπαθούν κι τς δίνειν κι απ’ του μσό ντουν του ψουμί!

Τώρα οι Τρανοί που είδαν, του τι γίνιτι στου Νσί, θα τσ’ νοιαστούν!
Βρε κι θα στείλειν, του μπιλιέτου για τ ’Γιουρώπα, ρούχα κι καλό φαγί!

Τσ’ δ’ωκαν, ούλ(ι)’ ντουν κι υπουσχέσεις μπόλκις, κι όμουρφις, πουλλές

Π’ άμα κ τς σαλαγίκς  μυρίζιν, πιο... όμουρφα κι απού πουρδές.                                                    

Θουδουρής Μ.   Αθήνα 06/10/2015 

       

Δευτέρα 1 Ιουνίου 2015

Η θυσία ενός αηδονιού.


Ήτανε   μια φορά ένα αγόρι ντροπαλό
που ερωτεύθηκε τρελά, με όλη τη καρδιά του,
μια κοπελιά τρεισέμορφη, λουλούδι ζηλευτό.
Τη πόθαγε ολημερίς, ως και στα όνειρά του.
                            ---
Ντρεπότανε. Πως να της πει αυτό το <<σ’ αγαπώ>>;
Σε κάθε συναπάντημα ,κοβόταν η λαλιά του.
αμίλητος της πρόσφερε τριαντάφυλλο λευκό,
λουλούδι που φανέρωνε τ’ αγνά αισθήματά του.
                             ---
Αυτή όμως η μορφονιά είχε καρδιά σκληρή,
που θα’ λεγες πως ήτανε φτιαγμένη απ’ αχάτη.
Το άνθος του το πέταξε και τού’πε σοβαρή,
<<Μόν’ κόκκινο τριαντάφυλλο ταιριάζει στην αγάπη>>.
                             ---
<<Που να’βρω  τριαντάφυλλο στο χρώμα που ζητά;>>
Μονολογούσε ο φτωχός μπρος στο παράθυρό του.
Τα δάκρια απ’ τα μάτια του, διαμάντια λαμπερά,
αργά αργά νοτίζανε τ’ όμορφο πρόσωπό του.
                              ---
Το πόνο του τον άκουσε η τριανταφυλλιά,
και το αηδόνι που τρελά το ταίρι του καλούσε,
τον άκουσε κι ο βάτραχος στην ακροποταμιά,
και το φεγγάρι το χλωμό, π’ από ψηλά κοιτούσε.
                              ---
Τ’ αηδόνι το μικρότερο απ’ όλα τα πουλιά,
να βοηθήσει θέλησε τ’ αγόρι το καημένο,
το κόκκινο τριαντάφυλλο γι’ αυτή τη κοπελιά
να του το βρει του άτυχου όπου κι αν είν’ κρυμμένο.
                               ---
Όπου όμως κι αν το έψαξε δεν το’βρε πουθενά.
Κι η  άσπρη τριανταφυλλιά, με άνθη φορτωμένη,
έγειρε  και  ψιθύρισε  στ’ αηδόνι  σιγαλά
<<Να κοκκινίσεις εν’ ανθό . Αυτό μόνο σου μένει.>>
                                --- 
Τ’ αηδόνι δίχως δισταγμό σ’ αυτήν κοντά πετά
και τη καρδούλα του τρυπά με ένα της αγκάθι.
Το αίμα απ’ το στηθάκι του, άλικο ξεπηδά
κι εν’ άσπρο τριαντάφυλλο , ναι, κόκκινο το βάφει.
                                
                                 -- ---
Τα  λούλουδα  πονέσανε σε όλη την αυλή
το φεγγαράκι δάκρυσε με τ’ αηδονιού τη πράξη,
στη ποταμιά  ο βάτραχος έπαψε  να λαλεί
κι η κουκουβάγια λούφαξε κάπου εκεί στο φράχτη.
                                ---
Απ’ το παράθυρο , τ’ άλλο πρωί, ο  νεαρός  κοιτά.
Μέσ’ τ’ άσπρα τριαντάφυλλα το κόκκινο χωρίζει
και η καρδούλα του γοργά αρχίζει να χτυπά .
Το κόβει ,το φιλά γλυκά , τρέχει, της το  χαρίζει.

                                 ---
Αυτή όμως, π’ ατσάλινη και μαύρ’ είχε   καρδιά,
περήφανη κι αδιάφορη , το παίρνει , το πετάει
σε μια του κήπου σκοτεινή κι απόμερη  γωνιά,
χωρίς  καθόλου να νοιαστεί, τ’ αγόρι αν πονάει.
                                  ---
Κι εκείνο,, με έκπληξη   κοιτά την άκαρδη μικρή
Με βήματ’ ακανόνιστα τη  τριανταφυλλιά ζυγώνει,
εκεί όπου ξεψύχησε , τη νύχτα  ένα  πουλί
θυσία  σ’ έρωτα τρελό, ένα φτωχό αηδόνι !




Θ.Σ.Μ.-Αθήνα.-23/11/2009
See : OSCAR WILDE  the nightingale and the rose.-

(Ειδέ: Οσκαρ Γουάϊλντ ¨  Το αηδόνι και το τριαντάφυλλο)      

Όταν περνούν οι γερανοί!

Γέλια και χαρούμενες παιδικές φωνές, σκέπασαν τους τελευταίους ήχους του σχολικού κουδουνιού, που σήμαινε το τέλος των μαθημάτων αυτής της μέρας. Κάθε μέρα στο σχολείο, αυτό συνέβαινε μόλις ακουγόταν το τελευταίο κουδούνι της μέρας. Αυτή τη συγκεκριμένη όμως μέρα, οι φωνές, τα γέλια και η χαρά ακούστηκαν πολύ πιο έντονα.  Ο λόγος ήτανε ότι η δασκάλα είχε ανακοινώσει στα παιδιά, ότι την επομένη δεν θα είχαν σχολείο γιατί θα ήταν Πρωτομαγιά κι έτσι θα μπορούσαν μια ολόκληρη μέρα να χαρούν παιχνίδι και μάλιστα στην εξοχή , μια και κάθε πρωτομαγιά, ήταν έθιμο ο κόσμος να ξεχύνεται στις εξοχές και να μαζεύει λουλούδια για να φτιάσει το Μαγιάτικο στεφάνι που θα κρεμούσε στο μπαλκόνι του σπιτιού του ή στην εξώπορτα , για καλή τύχη. Πρόσθετος λόγος χαράς ήταν το ότι , μια και την επομένη δεν θα είχαν σχολείο, όλο το απόγευμα αυτής της μέρας που φεύγανε απ’ το σχολείο, θα τους ήταν ελεύθερο για παιχνίδι, χωρίς τη γκρίνια και τη πίεση της Μαμάς για να γράψουν και να διαβάσουν τα μαθήματα της επομένης. Ο μόνος που δεν έδινε και πολλή σημασία στους λόγους της χαράς των συμμαθητών του, ήταν ο Κωστάκης. Αυτουνού  το σπίτι, ήταν στην άκρη της πόλης. Μπροστά του υπήρχε ένα μικρό δασάκι με πεύκα και ατέλειωτη έκταση με χωράφια γεμάτα πρασινάδα και διάφορα πολύχρωμα αγριολούλουδα, όπου ο Κωστάκης μόλις τελείωνε τα διαβάσματά του και τον άκουγε η μαμά, που ήθελε να ξέρει ότι ο γιος της θα πήγαινε την επομένη μέρα στο σχολείο διαβασμένος, όπως έλεγε, ήταν ελεύθερος να παίζει όσο ήθελε χωρίς το φόβο των αυτοκινήτων που είχαν τα άλλα παιδιά που παίζανε στις αλάνες μέσα στη πόλη. Για το λόγο αυτό δεν τον έκανε εντύπωση ότι την επομένη μέρα, τη Πρωτομαγιά, οι συμμαθητές του θα είχαν την ευκαιρία να παίξουν ελεύθεροι κι αυτοί στα δασάκια και στα χωράφια της εξοχής. Στο σπίτι του, όταν τελείωσε το μεσημεριανό του φαϊτό, η μαμά του είπε: « Άκουσέ με Κωστάκη, σήμερα που έχεις καιρό, κάθισε το απόγευμα και γράψε ή διάβασε ότι έχεις να κάνεις για μεθαύριο που θα έχετε και πάλι σχολείο, ώστε αύριο πρωτομαγιά να χαρείς παιχνίδι με τους φίλους σου και τα άλλα παιδιά.»
Ο Κωστάκης που ήταν ένα φρόνιμο και παρά το μικρό της ηλικίας του, μυαλωμένο παιδί, άκουσε τα λόγια της μαμάς , κατάλαβε ότι είχε δίκιο και του τα έλεγε για δικό του καλό,συμμορφώθηκε με τις υποδείξεις της , γιατί πάντα άκουγε τη μαμά, και κάθισε με κέφι να δουλέψει τα μαθήματα της μεθεπομένης μέρας, αλλά χωρίς να βιάζεται ή να πιέζει τον εαυτό του να τελειώσει γρήγορα. Από την άλλη και η μαμά μόλις τον είδε να αρχίζει με κέφι το διάβασμα δεν τον ξαναενόχλησε, όπως μερικές φορές που τον έβλεπε να αργεί και τον πίεζε να τελειώσει πιο γρήγορα.
Όταν τελείωσε οτιδήποτε είχε για το σχολείο, ήταν αργά το απόγευμα. Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει.  Τι να βγεί να κάνει τέτοια ώρα έξω;  Έτσι έπιασε ένα βιβλίο με παιδικά κόμικς, ξάπλωσε όπως ήταν με τα ρούχα του σχολείου στο κρεβάτι του και άρχισε να το ξεφυλλίζει. Ήταν τόσο καλό! Τον έκανε πολλές φορές να γελά, εκεί μόνος του. Όμως ήταν αρκετά μεγάλο. Το διάβαζε για πολλή ώρα. Έξω είχε σχεδόν νυχτώσει. Τα ματάκια του κουράστηκαν και άρχισαν να τρεμοκλείνουν, ώσπου κάποια στιγμή, χωρίς να το καταλάβει έκλεισαν για καλά, και αντί να βλέπει τα κόμικς άρχισε να βλέπει ωραία όνειρα. Η μαμά μόλις τον είδε κοιμισμένο, χαμογέλασε και σκέφτηκε. «Κουράστηκε ο φουκαράς με το διάβασμα όλο το απόγευμα και τον πήρε ο ύπνος. Αλλά δεν μπορεί να μείνει έτσι όλη τη νύχτα! Πήγε κοντά του, με προσοχή του έβγαλε τα παπούτσια, το παντελόνι και το σακάκι του, και μετά του φόρεσε σιγά σιγά τις πιτζαμούλες του . μετά έσκυψε στο κρεβατάκι του, τον φίλησε και κάνοντας το σήμα του σταυρού πάνω απ’ το κοιμισμένο αγόρι ψέλλισε. Καλή σου νύχτα αγάπη μου και η παναγίτσα να σε έχει πάντα καλά. Μετά τον σκέπασε με μια κουβερτούλα και ακροπατώντας στα δάκτυλα, μη και τον ξυπνήσει βγήκε από τη κάμαρα που κοιμόταν ο γιόκας της!

Ο Κωστάκης, μπορεί να ήταν καλό παιδί, να ήταν καλός μαθητής, αλλά ήταν και καλός «υπναράς!» Όταν εύρισκε μια ευκαιρία για ύπνο, δεν του τη χάριζε ! μπορούσε να κοιμηθεί με τις ώρες. Ιδίως το πρωί , αν δεν έβαζε τη φωνή η μαμά ότι το γάλα του ,που υπεραγαπούσε, θα πάγωνε και ότι ήταν η ώρα για το σχολείο, δεν έκανε καρδιά να αποχωριστεί το κρεβάτι του . Αύριο όμως ήταν Πρωτομαγιά! Σχολείο δεν θα είχαν. Η μαμά δεν θα είχε λόγους να του βάλει τις φωνές,! Και το γάλα του θα το κρατούσε ζεστό, ότι ώρα κι αν σηκωνόταν!  Το πρωί, άνοιξε μια στιγμή τα μάτια του, είδε ότι η μαμά τον είχε τακτοποιήσει πολύ καλά στο κρεβάτι του, θυμήθηκε ότι τη μέρα αυτή δεν είχε άλλες υποχρεώσεις όπως καθημερινά και αποφάσισε να εκμεταλλευτεί τη περίπτωση! Ξανά έκλεισε τα μάτια με πρόθεση να τραβήξει ακόμη έναν υπνάκο, αλλά ένας παράξενος θόρυβος, κάτι «τσίου τσίου» και κάτι φτερουγίσματα έξω από το παράθυρό του , δεν τον άφηναν να συνεχίσει. Περισσότερο από περιέργεια και χωρίς καμιά αγανάκτηση σηκώθηκε και πήγε στο παράθυρο να δει τι ήταν οι θόρυβοι αυτοί. Έκπληκτος είδε δυο ασπρόμαυρα πουλάκια να φτερουγίζουν έξω από το παράθυρο και να προσπαθούν κάτι να φτιάσουν στη πάνω γωνία του παραθυριού. Έτρεξε στη μαμά. «Μαμά έλα να δεις, δυο πουλάκια πάνε να μας λερώσουν το παράθυρο»! Η μαμά ,πήγε μαζί του και όταν είδε τι συνέβαινε έξω από το παράθυρο, αγκάλιασε το γιο της και του είπε. «Μη φοβάσαι αγάπη μου, δεν πάνε να μας λερώσουν το παράθυρο. Είναι δυο χελιδονάκια, που ήρθαν στο παράθυρό σου  γιατί ξέρουν ότι είσαι καλό παιδί και δεν θα τα διώξεις, για να κάνουν σ’ ατό τη φωλίτσα τους, το σπιτάκι τους δηλαδή. Βλέπεις, εσύ έχεις σπιτάκι , αυτά που ήρθαν τώρα, γιατί να μην έχουν κι αυτά το σπιτάκι τους να βάλουν μέσα και τα παιδάκια τους όταν γεννηθούν;»  «Και από πού ήρθαν μαμά;» τη ρώτησε ο Κωστάκης. «Από την Αφρική αγόρι μου, όπου πάνε κάθε Φθινόπωρο για να αποφύγουν τα κρύα, τις βροχές και τα χιόνια που έχουμε εμείς το χειμώνα και ξαναέρχονται εδώ να περάσουν το καλοκαίρι τους, που ο καιρός είναι πιο καλός, χωρίς τις ζέστες που θα τα σκότωναν, στην Αφρική!» Ήταν η απάντηση της μαμάς.  «Και πότε ήρθαν μαμά;» ξαναρώτησε ο Κωστάκης.
«Θυμάσαι Κωστάκη ,προχθές που είδαμε ψηλά στου Ουρανό, πολύ ψηλά, να πετάνε κάτι μεγάλα πουλιά σχηματίζοντας ένα γράμμα εκεί ψηλά, σαν το μικρό το « ν» που γράφεις στο τετράδιό σου; Ε! Αυτά τα πουλιά ήταν οι γερανοί που ζούνε στο βοριά, και επειδή δεν μπορούν να αντέξουν τις ζέστες του καλοκαιριού, φεύγουν από τα νότια μέρη, όπως η Αφρική και περνώντας πάνω από τη Πατρίδα μας φέρνουν μαζί τους και τα χελιδόνια!»  «Καλά μαμά, πως γίνεται αυτά τα τόσο μικρά πουλιά να πετάνε τόσο ψηλά όπως οι γερανοί;» Ρώτησε ξανά ο Κωστάκης γεμάτος απορία και θαυμασμό για τα μικρούλια αυτά χελιδονάκια. «Μωρό μου αλήθεια, δεν ξέρω πως γίνεται, αλλά λένε ότι τα φέρνουν οι γερανοί!» απάντησε η μαμά. «Και πως τα φέρνουν; Τα κουβαλούν στη πλάτη τους ή είναι χωμένα μέσα στα φτερά τους;»  Έτσι λέγανε οι παλιοί αγάπη μου! Εγώ , σου είπα. Αλήθεια δεν ξέρω! Ξέρω μονάχα ότι κάθε Άνοιξη που περνούν οι γερανοί έρχονται και τα χελιδονάκια και κάθε Φθινόπωρο που πάλι περνούν οι γερανοί ταξιδεύοντας προς το νοτιά , χάνονται και τα χελιδονάκια. Τώρα αν τα φέρνουν ερχόμενοι ή τα παίρνουν φεύγοντας. Αυτό ,όταν μεγαλώσεις θα το μάθεις και τότε θα το πεις και στη μανούλα!» Ο Κωστάκης δεν έκανε άλλη ερώτηση, αλλά είχε καταλάβει ότι η εμφάνιση των χελιδονιών είναι ο προάγγελος του καλοκαιριού, της ξενοιασιάς και του παιχνιδιού! Γι’ αυτό και τα αγάπησε πολύ περισσότερο αυτά τα όμορφα μικρά πουλάκια, τα χελιδονάκια και κάθε χρόνο όταν κόντευε η Πρωτομαγιά , με λαχτάρα έψαχνε τον ουρανό για να δει πότε θα περνούσαν οι γερανοί!


Κυριακή 31 Μαΐου 2015

Εβδομήντα χρόνια μετά

Ήταν το 1832. Μαύρη χρονιά για το όμορφο νησί μας και τους κατοίκους του. Πρωτίστως για τους κατοίκους της πόλης της Μυτιλήνης. Η πανούκλα ή πανώλη, όπως την αποκαλούσαν τότε οι άνθρωποι,μια θανατηφόρα μεταδοτική αρρώστια,ξεκλήριζε καθημερινά όχι κατά δεκάδες αλλά κατά εκατοντάδες τους κατοίκους του άμοιρου νησιού.Ιδίως τους κατοίκους της πόλης όπου οι συνθήκες διαβίωσης κάτω απ’τον Τούρκικο ζυγό,κάθε άλλο παρά ιδανικές ή έστω υποφερτές ήταν. Οι προσπάθειες των κατοίκων αλλά και αυτές των Τουρκικών αρχών,μια και αυτοί δεν  εξαιρούντο από την πανώλη, να κουβαλήσουν από την Κωνσταντινούπολη Τούρκους γιατρούς,δεν έφερε κανένα αποτέλεσμα. Η απελπισία των ανθρώπων είχε φθάσει στο αποκορύφωμα της και τότε, μετά από ένα όνειρο σημαδιακό που είδε ο τότε ο Πρωτοσύγκελος της Μητροπόλεως, έστρεψαν όλες τις ελπίδες τους στο Θεό και σε κάποιο Νεαρό που τριανταεπτά χρόνια πριν ,το 1795, είχαν εκτελέσει οι Τούρκοι,αφού τον βασάνισαν πρώτα φρικτά και οι Χριστιανοί του νησιού πίστευαν ότι είχε αγιάσει. Έτσι.συνγκεντρώθηκαν όλοι σε μια ολονύκτια παράκληση και ικέτεψαν τον Άγιο Θεόδωρο να μεσολαβήση στον Πανάγαθο Θεό να απαλλάξει την Πόλη και το νησί ολάκερο από το θανατικό. Πράγματι από τη βραδιά εκείνη η αρρώστια εξαφανίστηκε και κανένας Χριστιανός ή Τούρκος δεν πέθανε απ’αυτήν ξανά.
Από τότε οι Χριστιανοί, αλλά και οι Τούρκοι της Λέσβου, θεώρησαν ότι  η εξαφάνιση της αρρώστιας απ’τον τόπο ήταν  έργο ή καλύτερα θαύμα του Αγίου Θεοδώρου και έκτοτε τον θεωρούν οι Χριστιανοί και τον θεωρούν μέχρι σήμερα, προστάτη και φύλακα της Μυτιλήνης και της Λέσβου γενικά και για να Τον τιμούν καθιέρωσαν από το  1936, κάθε χρόνο την τ;έταρτη Κυριακή μετά το Πάσχα , με μεγάλη λαμπρότητα και τη συμμετοχή χιλιάδων κατοίκων του νησιού, να λιτανεύουν τα άγια λείψανα του Αγίου στην πόλη της Μυτιλήνης.

2009. Τέταρτη Κυριακή μετά το Πάσχα. Δέκα Μαϊου.Η φύση στο αποκορύφωμα του οργασμού της.Ένας ουρανός καταγάλανος, χωρίς ίχνος έστω και από ένα μικρό συννεφάκι κι ένας ήλιος ολόχρυσος να καθρεφτίζεται φιλάρεσκα πάνω στο καθρέφτη μιας θάλασσας απολύτως ασάλευτης, που έζωνε ολόκληρο το νησί μας,τη Λέσβο μας.Μια Λέσβο ανθοστόλιστη. Μια Λέσβο που και η ποιο απόμερη γωνιά της ήταν γεμάτη λουλούδια που σκορπούσαν παντού ένα γλυκό ελαφρύ άρωμα. Στο λιμάνι τα πλεούμενα κι’αυτά σαν ναρκωμένα απολαμβάνανε τη γλυκιά θαλπωρή του ήλιου και το χαδιάρικο αγκάλιασμα του θαλασσινού νερού.  Τα γλαρόνια κι αυτά,λες και δεν θέλανε να ταράξουν τη γαλήνη της φύσης,δεν κράζανε μον’πετούσαν ανάλαφρα στολίζοντας το απέραντο γαλάζιο ουρανού και θάλασσας με τα κάτασπρα φτερά τους.
Αυτά στη φύση. Αλλά στη προκυμαία και στην αγορά της πόλης κόσμος πολύς σεργιάνιζε ,καλοφορεμένος και παντού έβλεπες πρόσωπα χαρούμενα, αλλά με μια έκφραση αναμονής σα να περίμεναν κάτι ωραίο να γενεί. Στη κεντρική αγορά,κοντά στο Μητροπολιτικό Ναό ,ένα πλήθος από ζωντανά λουλούδια, παιδάκια των Δημοτικών σχολείων της πόλης,όλα ντυμένα στα άσπρα και μπλε ,περίμεναν κι αυτά γεμίζοντας τον αέρα με τις ξένοιαστες χαρούμενες φωνούλες τους.Απ’ τα  μεγάφωνα της Μητρόπολης ακουγότανε γλυκές ψαλμωδίες ενώ έξω από το ναό ήταν παρατεταγμένος ένας μεγάλος αριθμός στρατιωτών με τα κράνη και τα όπλα τους καθώς και η στρατιωτική μπάντα.
Ξάφνου άρχισαν να χτυπούν οι καμπάνες του ναού,σημάδι ότι η λειτουργία είχε τελειώσει και άρχιζε η λιτάνευση του Αγίου. Ο ήχος απ’ τις καμπάνες απλώθηκε σ’όλη τη πόλη,στην αγορά ,στην προκυμαία,λες κι ήταν σαν ένα δροσερό αεράκι στη κάψα κάποιου  καλοκαιριάτικου μεσημεριού, που κάνει ανθρώπους και λουλούδια ν’αναριγήσουν. Έτσι και τώρα τα παιδάκια σταμάτησαν τις φωνές κι έτρεξαν να φτιάσουν τις γραμμές τους,οι άνθρωποι παραμέρισαν απ’το δρόμο κι ανέβηκαν στα πεζοδρόμια κι στρατιώτες φέρνοντας τα όπλα επ’ώμου ετοιμάστηκαν να παραστούν τιμητική φρουρά στο Άγιο Λείψανο. Πράγματι άρχισε να παίζει η στρατιωτική μουσική ένα αργό εμβατήριο και στην αρχή του δρόμου φάνηκαν τα εξαπτέρυγα ,έξι ιερείς που έφεραν στους ώμους τους την αργυρή Λάρνακα του Αγίου, περιστοιχιζόμενοι από δύο σειρές ιερέων,της τιμητικής φρουράς των στρατιωτών και ακολουθούσαν  επτά Μητροπολίτες με τα χρυσοποίκιλτα άμφιά τους,τις κορόνες τους και τις ιερατικές τους ράβδους . Ποιο πίσω  ακολουθούσε πλήθος κόσμου, πλήθος πιστών.
Η πομπή αφού διέσχισε την κεντρική αγορά έφθασε μπρος το παλιό Δημαρχείο όπου σταμάτησε για μια σύντομη δέηση και εν συνεχεία  μπήκε στην ευθεία της προκυμαίας.Εκεί ,κάτω απ’τον λαμπρό ήλιο,η εικόνα της πομπής ήταν κάτι το υπέροχο! Πολύς κόσμος στα δύο πεζοδρόμια παρακολουθούσε με κατάνυξη το πέρασμά της.Πολλοί με φωτογραφικές μηχανές αποθανάτιζαν τη σκηνή,ενώ πολλοί, το έβλεπες φανερά στα πρόσωπά τους,προσεύχονταν ζητώντας την βοήθεια του Αγίου στα προβλήματά τους. Επίσης πολλοί που είχαν παιδάκια στη πομπή τα καμάρωναν και τα μάτια τους έλαμπαν από χαρά,περιφάνεια και συγκίνηση. Μα και τα παιδάκια,ακούγοντας να τα φωνάζουν οι δικοί τους απ’το πλήθος,κορδωνότανε θέλοντας να δείξουν τον καλύτερο εαυτό τους.
Μόνο ένα αγόρι μεγαλούτσικο περπατούσε ανάλαφρο λες και δεν πάταγε στο δρόμο.Άδικα έριχνε κλεφτές ματιές στο πλήθος  σα να ζητούσε να δει κάποιον.Αλλά μάταια. Κανένας απ’τους δικούς του δεν ήταν εκεί όπως παλιά. Ξάφνου η ματιά του έπεσε σε κάποιον ασπρομάλλη κύριο. Του φάνηκε σα γνωστή φυσιογνωμία. Τον κοίταξε με μια ματιά που λες κι ερχόταν απ’το παρελθόν. Κι ο κύριος το κοιτούσε με μάτια γεμάτα δάκρια ενώ ολάκερος έτρεμε από συγκίνηση λες κι έβλεπε όνειρο.Η ματιά του φορτωμένη μ’αναμνήσεις που χάνονταν στο χρόνο,ένα χρόνο περίπου εβδομήντα ετών. Εβδομήντα χρόνων από τότε που κι εκείνος βρισκόταν μαζί με άλλα παιδιά του τετάρτου Δημοτικού σχολείου στη γραμμή αυτής της πομπής .
Η πομπή πέρασε αργά αργά τραβώντας προς το παλιό Λιμεναρχείο. Ένα ένα τα παιδιά των σχολείων πέρασαν καθώς και οι ιερείς με την Αγία Λάρνακα κι οι Δεσποτάδες κι όσοι ακολουθούσαν. Μόνο το αγόρι δεν κουνήθηκε .Ήταν εκεί σαν ακίνητη εικόνα κοιτάζοντας τον ασπρομάλλη κύριο που κι αυτός το κοιτούσε σαν ονειροπαρμένος και σιγά σιγά οι δυο ματιές έγιναν ένα και το αγόρι χάθηκε μες τη ματιά του κυρίου κι έγινε ένα μ’αυτόν.
Κι αυτός  ;   Αυτός με αργά βαριά βήματα, που η μεγάλη συγκίνηση τα έκανε ακόμα ποιο δύσκολα, κίνησε από τη προκυμαία προς το σημείο που είχε παρκαρισμένο το αυτοκίνητό του, ευχαριστώντας το Θεό και τον Άγιο Θεόδωρο μ’όλη του την καρδιά,που τον αξίωσαν ύστερα από εβδομήντα περίπου χρόνια να ξαναπαρακολουθήσει τη λαμπρή  αυτή τελετή προς τιμήν του ΑΓΙΟΥ ΜΑΣ.



Θ.Σ.Μ. – Μάιος  2009

Τι να πούμε τι, τι να τραγουδήσουμε;

Κάποτε, όλο κέφι στις παρέες τραγουδούσαμε, ή ακόμα και μόνοι, περπατώντας στο δρόμο ή και δουλεύοντας , μουρμουρίζαμε ή σιγοσφυρίζαμε κάποιο τραγουδάκι  κι ένα απ' αυτά ήταν και το “ τι να πούμε τι; Τι να τραγουδήσουμε .” Είχαμε κέφι τότες. Και να πεις ότι δεν είχαμε προβλήματα ; Μα για το Θεό ! Που ακούστηκε να υπάρχουν άνθρωποι χωρίς προβλήματα ; Αλλά το κέφι τα σκέπαζε όλα! Και φτώχες περάσαμε , και δύσκολες ώρες περάσαμε, και περιορισμούς αντιμετωπίσαμε, ως και τετράχρονη Γερμανική κατοχή με μαύρη πείνα και διώξεις περάσαμε, ακόμα και κάτι πιο χειρότερο περάσαμε, έναν αδερφοκτόνο εμφύλιο περάσαμε  και όμως ποτέ δεν μας έλειψε το κέφι! Και μη μου πείτε:  “Ναι, αλλά τότε ήσουν νέος, τι άλλο από κέφι μπόραγες νά 'χεις; Ναι . Ήμουν νέος τότες αλλά και οι μεγάλοι, οι πατεράδες μας και οι μάνες μας είχαν κι αυτοί κέφι. Οι νέοι είχαν πιότερο αλλά και πιότερα προβλήματα απ' τους σημερινούς νέους που υποτίθεται  διαθέτουν τόσα μέσα για να μορφωθούν και να εξελιχθούν .Τα χρόνια τότε ήταν δύσκολα και δεν γνώριζες καλά καλά τι θ' ανταμώσεις στη ζωή , ούτε είχες τα τόσα μέσα για να προετοιμαστείς να την αντιμετωπίσεις. Επί κατοχής, τι σχέδια ή όνειρα να κάνεις για το αύριο, ναι για το  α ύ ρ ι ο !,  αφού δε γνώριζες αν αύριο θα είχες κάτι  να φας ή θα πέθαινες απ' τη πείνα, ή θα ήσουν στημένος σε κανένα τοίχο στα έξι μέτρα απ' το εκτελεστικ;. Και όμως η Ελληνική καρδιά δε γονάτιζε ! Μπορεί τα γόνατα να λυγίζανε απ' την αδυναμία, μπορεί το κορμί να ζάρωνε απ' το φόβο , η ψυχή όμως έμενε ολόρθη γιατί μέσα της κυριαρχούσε το υπέροχο και ζωογόνο όνειρο της Λευτεριάς ! Αυτό το όνειρο μας κράταγε όλους, μικρούς μεγάλους, ζωντανούς και  κεφάτους . Αυτό το όνειρο καλλιεργούσε και τροφοδοτούσε και γιγάντωνε μέσα στις ψυχές μας την ελπίδα ότι μια μέρα  “ το κακό θα περάσει” κι ότι θα ξανάρχονταν οι καλές μέρες κι η γαλήνη. Αυτή την ΕΛΠΙΔΑ που είναι το θεμέλιο της ζωής , του κεφιού, της δημιουργίας. !
Σήμερα όμως δυστυχώς , βλέπω ότι η ΕΛΠΙΔΑ μας έφυγε . Δεν έφυγε από μόνη της, δεν ήταν πουλί να πετάξει και να φύγει . Μας τη διώξανε ! Ναι μας τη σκοτώσανε ! Και μας κάνανε να διαβαίνουμε προς το μέλλον σα τους τυφλούς χωρίς το ραβδί τους σ' έναν άγνωστο κακοτράχαλο δρόμο! Περιμένουμε ν' ακούσουμε κάτι που να μας δώσει κομμάτι κουράγιο. που να φωτίσει λιγάκι το μέλλον , αν όχι το δικό μας , τουλάχιστον το μέλλον των παιδιών μας. Αλλά που! ;Το μόνο που ακούμε είναι το τι θα μας “κόψουν” ! Κόψε μισθούς , κόψε συντάξεις , κόψε επιδόματα , κόψε δώρα . Άντε να δούμε τι άλλο θα κατεβάσει η γκλάβα τους να μας κόψουν. Και πάνω απ' όλα μας φοβερίζουνε ότι αν δε μας τα κόψουν δε θα ξελασπώσουμε ποτές . Έχουμε δε κι αυτά τα λαλίστατα πουλάκια των καναλιών και του ραδιοφώνου, που απ' τα χαράματα ως τα μεσάνυχτα κάθε μέρα μας πρήζουν τ 'αφτιά και το συκώτι με τις εξυπνάδες τους και τις αναλύσεις τους και τις δήθεν γνώσεις τους επί παντός επιστητού. Φτάνει πια! Δεν το αντέχουμε άλλο! Άντε κάτω από τέτοιες συνθήκες να έχεις ηρεμία και πολύ περισσότερο, κέφι και μάλιστα για τραγούδι. Τι να πώ; ή μάλλον ,τι να πού με τι ; Το μόνο που νομίζω που μας μένει να πούμε είναι να παρακαλέσουμε το Θεό της Ελλάδας , αν δεν μας έχει βαρεθεί κι Αυτός, να φωτίσει κομμάτι τα μυαλά, τα κεφάλια, των κυβερνητών μας να βρούνε έναν τρόπο να μας βγάλουν απ' τη δύσκολη θέση που εκείνοι μας φέρανε, πριν ,απ' το πολύ κόψε κόψε μας κόψουν και το νήμα της ζωής μας και γλιτώσουμε μια και καλή.


                                                                       Θ.Σ.Μ.-Μήθυμνα.-20/10/2012

Ένα μικρό παραμύθι

                    Ένα μικρό παραμύθι.

Μια βάρκα, μικρή, ταξίδευε πάνω σε μια άγρια, φουρτουνιασμένη θάλασσα. Στο δοιάκι, ο καπετάνιος, νέος και μάλλον άπειρος. Στα κουπιά δυο ηλικιωμένοι ναυτικοί που λέγανε ότι γνωρίζουν από θάλασσα κι από φουρτούνες! Κι ακόμα μέσ’ τη βάρκα ένα κοριτσάκι άρρωστο! Το πήγαιναν σε μια γιάτρενα,, κάπου σε μια άλλη στεριά . .Έβρεχε  ραγδαία! Η βροχή και τα νερά της θάλασσας ,κόντευαν να πλημμυρίσουν τη βάρκα, που θα βούλιαζε. Οι κωπηλάτες ναυτικοί , αν και έμπειροι όπως έλεγαν οι ίδιοι, αντί να πιάσουν ένα κουβά που υπήρχε εκεί και να βγάλουν τα νερά από τη βάρκα για να μη βουλιάξει, άρχισαν να κατηγορούν το καπετάνιο, που με τέτοιο άσχημο καιρό την έβγαλε στα ανοιχτά , και να τον βρίζουν! Κάνανε καλά; Ή το σωστό θα ήταν πρώτα  να βγάλουν τα νερά από τη βάρκα και μετά να του πουν ότι ήθελαν;
Αυτοί όμως ακολούθησαν τη λάθος γραμμή! Τώρα, αν βούλιαζε η βάρκα, θα πνιγότανε και ο άπειρος καπετάνιος, κι αυτοί οι έμπειροι ναυτικοί και η καημένη η άρρωστη μικρή που αντί να γιατρευτεί θα χανόταν και αυτή!

Τώρα όποιος κατάλαβε ! Η φουρτούνα που περνάμε είναι μεγάλη! Ο καπετάνιος μας νέος, Μπορεί δυναμικός, αλλά ας το παραδεχτούμε ,.μάλλον άπειρος!  Οι κωπηλάτες όμως , οι υποτιθέμενοι έμπειροι, γιατί δεν βοηθάνε εμπράκτως, όπως αρμόζει σε σώφρονες ναυτικούς, για να μην βουλιάξουμε και χαθεί και η άρρωστη αγαπημένη μας Ελλαδίτσα , αλλά κολλημένοι σε δικές τους ιδέες , προσπαθούν με λόγια και ύβρεις , να πετάξουν το καπετάνιο στη θάλασσα; Μήπως εκείνοι δε τη βούλιαξαν κάποτε, ακόμα και με μπουνάτσα; 
Εντάξει , πετάξτετον στη θάλασσα; Αλλά πέσετε κι εσείς! Ίσως ,κολυμπώντας μπορεί να επιζήσετε Αν βουλιάξει η βάρκα για καλά, όλοι θα πνιγείτε! Και καπετάνιος ,και ναυτικοί, και η μικρή άρρωστη!

Αλλά γιατί μωρέ να πνιγούμε κι εμείς μαζί σας ; Μαζί τα γλεντήσαμε;  

Πέμπτη 21 Μαΐου 2015

Αν γινότανε Ειρήνη

        Αν  γινότανε  Ειρήνη.....
       -------------------------------
Ήλιε μου βγες και φώτισε ετούτη δω τη Γη .
Φώτισε τους ανθρώπους της κι αυτούς που κυβερνάνε ,
να  διώξουν απ’ τη σκέψη τους  πολέμου συλλογή .
Να σταματήσουν κάποτε όλο να πολεμάνε .

Το αίμα όταν χύνεται , δεν χάνεται στη γη !
Μένει  εκεί κι αδιάκοπα κι άλλο αίμα ζητάει
κι έτσι δεν ησυχάζουμε αλίμονο στιγμή ,
ξεχνώντας  πόσο η καρδιά στο πόλεμο πονάει .

Κανόνια κι όπλα φονικά, τη συμφορά ξερνούν ,
τα πάντα ερημώνοντας  που θα βρεθούν μπροστά τους
κι απ’ τους ανθρώπους παίρνουνε αυτούς που αγαπούν ,
ρημάζοντας την ύπαρξη , πιότερο τη καρδιά τους .


Αχ να γινόταν κάποτε η σύνεση  να ρθει
Κι’ όλοι μας να ζητούσαμε επίμονα ΕΙΡΗΝΗ  !
Δεν θα’ βρισκε ο  πόλεμος τόπο για να σταθεί !
 Σαν  το Παράδεισο η Γη , τότε θα είχε  γίνει !

Τα λούλουδα θα γέμιζαν όχι μόνο βραγιές .
Λουλούδια θα ξεπρόβαλαν και μέσ’ ατ’ τα κανόνια ,
που δεν θα είχαν , άλλο πια , οβίδες  φονικές
κι ούτε θα άκουγες φωνές  να κράζουν για συμπόνια .

Ο ήλιος θα ταξίδευε ψηλά στον ουρανό ,
σ’ ένα γαλάζιο ουρανό που θα γεννά ελπίδες .
Δεν θα τον έσκιαζαν ποτέ σύννεφα σαν κι αυτό
π’ αλίμονο σκορπούν στη  Γη , πολέμου καταιγίδες !

                       -----////-----


   Θ.Σ.Μ.-Αθήνα.-12/11/2010

Τετάρτη 20 Μαΐου 2015

Στα σκαλοπάτια του σπιτιού μου

  
  Στα σκαλοπάτια του σπιτιού μου.

Στα σκαλοπάτια του σπιτιού όπου γεννήθηκα,
Ήρθα ένα λιόγερμα καλοκαιριού να κάτσω.
Tων περασμένων νοσταλγός αγιάτρευτος,
Έτσι για λίγο, να συλλογιστώ . Να ξαποστάσω.

Όσα στο διάβα της ζωής μου και αν πέρασα ,
Ήρθαν εκεί μπροστά ,  κι αραθιαστήκαν
Κι άρχισαν ξαφνικά να μου φωνάζουνε ,
πως κι αν περάσανε, ποτέ  δεν ξεχαστήκαν.

Παιδιά, Στη σκάλα αυτή, κάθε που  έβρεχε,
και δε μπορούσαμε, στο δρόμο να χαρούμε,
σαν σμάρι στη κυψέλη, μαζευόμασταν .
Με τρίλιζα και παραμύθια, να τη βρούμε!

Κάθε πρωί για το σχολειό. πάντα όταν ξεκίναγα.
Με πόνο, τα κατέβαινα. Αργά! Ναι, ένα, ένα .
Το μεσημέρι όμως ,πεινασμένος όταν γύρναγα,
Τρεχάτος τα ξεπήδαγα. Δυο, δυο τους , μαζεμένα!

Μετά τα βράδια, αργά σπίτι μου αν  γύρναγα
Τα’ ανέβαινα σιγά σιγά σαν να’ μουν γάτα
’Μη τύχει, αλίμονό, τους γέρους μου και ξυπναγα,
Γιατί τότε θα τ’ άκουγα χοντρά μα και σταράτα! !

Κι όταν μια μέρα η καρδιά για μια μικρούλα χτύπησε
Στη σκάλ’ αυτή καθίσαμε,  κάποια βραδιά, κι οι δυο.
Κι η σκάλα ότι και αν άκουσε ποτέ γι’ αυτό δε μίλησε!
Μια και το γνώριζε πως ήταν όνειρο τρελό, όνειρο παιδικό


Μα ήρθ’ η μέρα που’ πρεπε τη σκάλα μου ν’ αφήσω
Και για σπουδές στη ξενιτιά , μακριά της να βρεθώ .
Τότε όρκο της έκανα, βαρύ, πως  θα ξαναγυρίσω.
Και πως στα σκαλοπάτια της θα ξαναξαπλωθώ.

Η αδυσώπητη όμως ζωή, μας πάει και μας φέρνει,
Σαν το βοριά, όταν φυσά, τα φύλλα τα ξερά,
και πριν το καταλάβουμε, στα δίχτυα της μας δένει,
και σ’ άλλα μέρη άγνωστα , μια μέρα μας πετά

Εκεί οι μέρες μας περνούν , και φεύγουνε τα χρόνια.
Κι ένα πρωί, ω! τι κακό, με έκπληξη κοιτάς,
πως τα μαλλιά σου, δυστυχώς, γιομίσανε με χιόνια!
Τότε μονάχα σκέπτεσαι ,τον όρκο που κρατάς.

Έτσι το αποφάσισα και γύρισα μια μέρα .
Και σαν παλιά, ξανάκατσα στο πρώτο της σκαλί ,
κι  ανάσανα αχόρταγα, το γνώριμο αγέρα ,
Που με μεθούσε πάντοτε, σαν ήμουνα παιδί

Τα σκαλοπάτια μέτρησα. Δεν έλειπε κανένα .
Κάθε σκαλί ,μια θύμηση , τ’ άλλο μια ζαβολιά.
Κι ας είναι όλα πέτρινα, μιλούσανε σε μένα ,
και  τα παλιά μου θύμιζαν κι ας μην είχαν μιλιά!

                         Θ.Σ.Μ.-Μήθυμνα.-01/06/2014

=========================================

(αφιέρωση:  Στην συνοδοιπόρο μου στη ζωή - Στη γυναίκα μου)

  







Σάββατο 18 Απριλίου 2015

Ο Ψαράς

Ο  γέρο ψαράς
-----------------------
Στου λιμανιού  παράμερα , το φάρο καθισμένος ,
με νοσταλγία τήραγε τις βάρκες μια και μια,
αγάλια να σαλπάρουνε , όσ’ είν’  καιρός πεσμένος ,
στο πέλαγος να ανοιχτούν για μια καλή ψαριά .

Σαν γλαροπούλια’  αλάργευαν στα γαλανά λιβάδια.
Γοργόνες αφροστόλιστες, σχίζανε τα νερά,
τραβούσανε , η κάθε μια , για κείνα τα σημάδια
που’ν  το μεγάλο μυστικό κάθε καλού ψαρά .

Ο γέρος τις εκοίταγε εκεί απ’ το λιμάνι,
και την καρδιά του έκαιγε  ένας βαθύς καημός ,
μακάρι  να γινότανε.  κι αυτός πριν αποθάνει
μαζί τους να μπαρκάριζε σαν τότες πού’ταν νιος .

Το γλυκοσούρουπο  κινά κι έρχεται και κουρνιάζει ,
της θάλασσας απόμαχος  , γερόγλαρος  κι αυτός ,
εκεί στου φάρου τη γωνιά  κι αχόρταγα  κοιτάζει
τις βάρκες που σαλπάρουνε  ,  με ζήλια  ο φτωχός .


Και ως ο ήλιος φλογερός,  αργά γέρνει  στη δύση ,
στα μάτια του γέρο ψαρά δυο δάκρυα καυτά,
κυλούν σιγά , λες κι έτρεξαν απ’ ασημένια βρύση
καθώς στο νου του πέρασαν τα χρόνια τα παλιά .-

.....///.....



Θ.Σ.Μ.-Αθήνα.-14/04/2010



Στα Εγγόνια μου


Ολόδροσα , αθώα  Αγγελούδια,
της δόλιας μου καρδιάς καταχτητές,
της Άνοιξης, εξωτικά  λουλούδια,
το σπίτι μας γιομίσατε χαρές.

Το γέλιο, και τα πρώτα σας λογάκια,
κελάηδισμα γλυκό για τη καρδιά.
Με τα χεράκια στέλνατε  φιλάκια
στο γέρο το παππού και τη γιαγιά .

Μικρά κρινάκια, τότε φοβισμένα,
κυπαρισσάκια τώρα σας θωρώ
και εύχομαι στον Ύψιστο μια μέρα
πανύψηλα πλατάνια να σας δω.

Ο πλάτανος ποτέ του δεν λυγίζει !
Δεν σκιάζεται τον άγριο βοριά
κι ο ίσκιος του σε όλους, ναι, χαρίζει
ξεκούραση, χαρά και σιγουριά !

Τότε, όπου κι αν βρίσκομαι θα νοιώσω,
πως τέλειωσα το χρέος μιας ζωής
και μια ευχή σε όλους σας θα δώσω,
ίδιες χαρές να νοιώσετε κι εσείς.-

                ********

                                  Αθήνα 13/01/2011
                                      Ο Παππού σας


Η μαϊμού

               Η  μαϊμού
   .................................................
Μ’ ένα λουράκι τη κρατούσε ο τσιγγάνος
κι αυτή πηδούσε  από δω και από κει,
Ένα ντουέτο η μαϊμού κι αυτός ο πλάνος ,
στις γειτονιές γυρνούσανε για  το ψωμί .

Έκανε χίλια δυο παιχνίδια η καημένη ,
αστεία ,τούμπες και γκριμάτσες πονηρές ,
μα σαν σταμάταγε για λίγο κουρασμένη
απ’ το τσιγγάνο έτρωγε δυο τρεις ξυλιές ..

Ότι μπορούσε έκανε η κακομοίρα ,
έτσι να βγάλουν δυο δεκάρες για φαΐ .
Αυτή’ ναι , δυστυχώς, τ’ αδύνατου η μοίρα
σαν του κρατά ένας «τσιγγάνος» το λουρί!

Ότι κι αν κέρδιζαν εκείνος το σκορπούσε
τα βράδια στη παλιά ταβέρνα για κρασί !
Η φουκαριάρα η μαϊμού τι κι αν πεινούσε ;
Ποιος τη λογάριαζε αυτήνε τη φτωχή ;


Έτσι συμβαίνει , τι να πω , μη το ξεχνάμε .
Αυτός εκεί που μας κρατάει το λουρί
δεν νοιάζεται καθόλου αν εμείς πεινάμε .
Ξέρει μονάχα να μας βγάζει το ζουμί !

Μα όταν η  φτωχή μαϊμού παραπεινάσει,
δεν ξέρω τι μπορεί αλήθεια να συμβεί ,
μπορεί το χέρι του τσιγγάνου να δαγκάσει .
Κι ας γίνει , ότι είν’ Θεέ  μου , να γενεί !!!

                    ***---***

           Θ.Σ.Μ.-Αθήνα.-26/05/2010

Κυριακή 22 Μαρτίου 2015

Η Φωλίτσα

    Η  φ ω λ ί τ σ α .
------------------------
Σ’ ένα  σπιτάκι δυο παιδιά ,
Κοντά  σ’ έν’ ακρογιάλι,
Εκεί βρεθήκαν πάλι
Ν’ αλλάζουνε φιλιά .

Με  έναν έρωτα ζεστό ,
Λες  κι ήτανε μια ζάλη,
Χωρίς σκέψη μεγάλη ,
Όρκο κάναν τρελό .

Μια κι αγαπιόντουσαν πολύ,
Να μη ψάξουνε γι’ άλλη
Φωλίτσα πιο μεγάλη .
Τους έφτανε αυτή !







Θ.Σ.Μ.-Αθήνα 25/05/2010
Διασκευή