Δευτέρα 1 Ιουνίου 2015

Η θυσία ενός αηδονιού.


Ήτανε   μια φορά ένα αγόρι ντροπαλό
που ερωτεύθηκε τρελά, με όλη τη καρδιά του,
μια κοπελιά τρεισέμορφη, λουλούδι ζηλευτό.
Τη πόθαγε ολημερίς, ως και στα όνειρά του.
                            ---
Ντρεπότανε. Πως να της πει αυτό το <<σ’ αγαπώ>>;
Σε κάθε συναπάντημα ,κοβόταν η λαλιά του.
αμίλητος της πρόσφερε τριαντάφυλλο λευκό,
λουλούδι που φανέρωνε τ’ αγνά αισθήματά του.
                             ---
Αυτή όμως η μορφονιά είχε καρδιά σκληρή,
που θα’ λεγες πως ήτανε φτιαγμένη απ’ αχάτη.
Το άνθος του το πέταξε και τού’πε σοβαρή,
<<Μόν’ κόκκινο τριαντάφυλλο ταιριάζει στην αγάπη>>.
                             ---
<<Που να’βρω  τριαντάφυλλο στο χρώμα που ζητά;>>
Μονολογούσε ο φτωχός μπρος στο παράθυρό του.
Τα δάκρια απ’ τα μάτια του, διαμάντια λαμπερά,
αργά αργά νοτίζανε τ’ όμορφο πρόσωπό του.
                              ---
Το πόνο του τον άκουσε η τριανταφυλλιά,
και το αηδόνι που τρελά το ταίρι του καλούσε,
τον άκουσε κι ο βάτραχος στην ακροποταμιά,
και το φεγγάρι το χλωμό, π’ από ψηλά κοιτούσε.
                              ---
Τ’ αηδόνι το μικρότερο απ’ όλα τα πουλιά,
να βοηθήσει θέλησε τ’ αγόρι το καημένο,
το κόκκινο τριαντάφυλλο γι’ αυτή τη κοπελιά
να του το βρει του άτυχου όπου κι αν είν’ κρυμμένο.
                               ---
Όπου όμως κι αν το έψαξε δεν το’βρε πουθενά.
Κι η  άσπρη τριανταφυλλιά, με άνθη φορτωμένη,
έγειρε  και  ψιθύρισε  στ’ αηδόνι  σιγαλά
<<Να κοκκινίσεις εν’ ανθό . Αυτό μόνο σου μένει.>>
                                --- 
Τ’ αηδόνι δίχως δισταγμό σ’ αυτήν κοντά πετά
και τη καρδούλα του τρυπά με ένα της αγκάθι.
Το αίμα απ’ το στηθάκι του, άλικο ξεπηδά
κι εν’ άσπρο τριαντάφυλλο , ναι, κόκκινο το βάφει.
                                
                                 -- ---
Τα  λούλουδα  πονέσανε σε όλη την αυλή
το φεγγαράκι δάκρυσε με τ’ αηδονιού τη πράξη,
στη ποταμιά  ο βάτραχος έπαψε  να λαλεί
κι η κουκουβάγια λούφαξε κάπου εκεί στο φράχτη.
                                ---
Απ’ το παράθυρο , τ’ άλλο πρωί, ο  νεαρός  κοιτά.
Μέσ’ τ’ άσπρα τριαντάφυλλα το κόκκινο χωρίζει
και η καρδούλα του γοργά αρχίζει να χτυπά .
Το κόβει ,το φιλά γλυκά , τρέχει, της το  χαρίζει.

                                 ---
Αυτή όμως, π’ ατσάλινη και μαύρ’ είχε   καρδιά,
περήφανη κι αδιάφορη , το παίρνει , το πετάει
σε μια του κήπου σκοτεινή κι απόμερη  γωνιά,
χωρίς  καθόλου να νοιαστεί, τ’ αγόρι αν πονάει.
                                  ---
Κι εκείνο,, με έκπληξη   κοιτά την άκαρδη μικρή
Με βήματ’ ακανόνιστα τη  τριανταφυλλιά ζυγώνει,
εκεί όπου ξεψύχησε , τη νύχτα  ένα  πουλί
θυσία  σ’ έρωτα τρελό, ένα φτωχό αηδόνι !




Θ.Σ.Μ.-Αθήνα.-23/11/2009
See : OSCAR WILDE  the nightingale and the rose.-

(Ειδέ: Οσκαρ Γουάϊλντ ¨  Το αηδόνι και το τριαντάφυλλο)      

Όταν περνούν οι γερανοί!

Γέλια και χαρούμενες παιδικές φωνές, σκέπασαν τους τελευταίους ήχους του σχολικού κουδουνιού, που σήμαινε το τέλος των μαθημάτων αυτής της μέρας. Κάθε μέρα στο σχολείο, αυτό συνέβαινε μόλις ακουγόταν το τελευταίο κουδούνι της μέρας. Αυτή τη συγκεκριμένη όμως μέρα, οι φωνές, τα γέλια και η χαρά ακούστηκαν πολύ πιο έντονα.  Ο λόγος ήτανε ότι η δασκάλα είχε ανακοινώσει στα παιδιά, ότι την επομένη δεν θα είχαν σχολείο γιατί θα ήταν Πρωτομαγιά κι έτσι θα μπορούσαν μια ολόκληρη μέρα να χαρούν παιχνίδι και μάλιστα στην εξοχή , μια και κάθε πρωτομαγιά, ήταν έθιμο ο κόσμος να ξεχύνεται στις εξοχές και να μαζεύει λουλούδια για να φτιάσει το Μαγιάτικο στεφάνι που θα κρεμούσε στο μπαλκόνι του σπιτιού του ή στην εξώπορτα , για καλή τύχη. Πρόσθετος λόγος χαράς ήταν το ότι , μια και την επομένη δεν θα είχαν σχολείο, όλο το απόγευμα αυτής της μέρας που φεύγανε απ’ το σχολείο, θα τους ήταν ελεύθερο για παιχνίδι, χωρίς τη γκρίνια και τη πίεση της Μαμάς για να γράψουν και να διαβάσουν τα μαθήματα της επομένης. Ο μόνος που δεν έδινε και πολλή σημασία στους λόγους της χαράς των συμμαθητών του, ήταν ο Κωστάκης. Αυτουνού  το σπίτι, ήταν στην άκρη της πόλης. Μπροστά του υπήρχε ένα μικρό δασάκι με πεύκα και ατέλειωτη έκταση με χωράφια γεμάτα πρασινάδα και διάφορα πολύχρωμα αγριολούλουδα, όπου ο Κωστάκης μόλις τελείωνε τα διαβάσματά του και τον άκουγε η μαμά, που ήθελε να ξέρει ότι ο γιος της θα πήγαινε την επομένη μέρα στο σχολείο διαβασμένος, όπως έλεγε, ήταν ελεύθερος να παίζει όσο ήθελε χωρίς το φόβο των αυτοκινήτων που είχαν τα άλλα παιδιά που παίζανε στις αλάνες μέσα στη πόλη. Για το λόγο αυτό δεν τον έκανε εντύπωση ότι την επομένη μέρα, τη Πρωτομαγιά, οι συμμαθητές του θα είχαν την ευκαιρία να παίξουν ελεύθεροι κι αυτοί στα δασάκια και στα χωράφια της εξοχής. Στο σπίτι του, όταν τελείωσε το μεσημεριανό του φαϊτό, η μαμά του είπε: « Άκουσέ με Κωστάκη, σήμερα που έχεις καιρό, κάθισε το απόγευμα και γράψε ή διάβασε ότι έχεις να κάνεις για μεθαύριο που θα έχετε και πάλι σχολείο, ώστε αύριο πρωτομαγιά να χαρείς παιχνίδι με τους φίλους σου και τα άλλα παιδιά.»
Ο Κωστάκης που ήταν ένα φρόνιμο και παρά το μικρό της ηλικίας του, μυαλωμένο παιδί, άκουσε τα λόγια της μαμάς , κατάλαβε ότι είχε δίκιο και του τα έλεγε για δικό του καλό,συμμορφώθηκε με τις υποδείξεις της , γιατί πάντα άκουγε τη μαμά, και κάθισε με κέφι να δουλέψει τα μαθήματα της μεθεπομένης μέρας, αλλά χωρίς να βιάζεται ή να πιέζει τον εαυτό του να τελειώσει γρήγορα. Από την άλλη και η μαμά μόλις τον είδε να αρχίζει με κέφι το διάβασμα δεν τον ξαναενόχλησε, όπως μερικές φορές που τον έβλεπε να αργεί και τον πίεζε να τελειώσει πιο γρήγορα.
Όταν τελείωσε οτιδήποτε είχε για το σχολείο, ήταν αργά το απόγευμα. Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει.  Τι να βγεί να κάνει τέτοια ώρα έξω;  Έτσι έπιασε ένα βιβλίο με παιδικά κόμικς, ξάπλωσε όπως ήταν με τα ρούχα του σχολείου στο κρεβάτι του και άρχισε να το ξεφυλλίζει. Ήταν τόσο καλό! Τον έκανε πολλές φορές να γελά, εκεί μόνος του. Όμως ήταν αρκετά μεγάλο. Το διάβαζε για πολλή ώρα. Έξω είχε σχεδόν νυχτώσει. Τα ματάκια του κουράστηκαν και άρχισαν να τρεμοκλείνουν, ώσπου κάποια στιγμή, χωρίς να το καταλάβει έκλεισαν για καλά, και αντί να βλέπει τα κόμικς άρχισε να βλέπει ωραία όνειρα. Η μαμά μόλις τον είδε κοιμισμένο, χαμογέλασε και σκέφτηκε. «Κουράστηκε ο φουκαράς με το διάβασμα όλο το απόγευμα και τον πήρε ο ύπνος. Αλλά δεν μπορεί να μείνει έτσι όλη τη νύχτα! Πήγε κοντά του, με προσοχή του έβγαλε τα παπούτσια, το παντελόνι και το σακάκι του, και μετά του φόρεσε σιγά σιγά τις πιτζαμούλες του . μετά έσκυψε στο κρεβατάκι του, τον φίλησε και κάνοντας το σήμα του σταυρού πάνω απ’ το κοιμισμένο αγόρι ψέλλισε. Καλή σου νύχτα αγάπη μου και η παναγίτσα να σε έχει πάντα καλά. Μετά τον σκέπασε με μια κουβερτούλα και ακροπατώντας στα δάκτυλα, μη και τον ξυπνήσει βγήκε από τη κάμαρα που κοιμόταν ο γιόκας της!

Ο Κωστάκης, μπορεί να ήταν καλό παιδί, να ήταν καλός μαθητής, αλλά ήταν και καλός «υπναράς!» Όταν εύρισκε μια ευκαιρία για ύπνο, δεν του τη χάριζε ! μπορούσε να κοιμηθεί με τις ώρες. Ιδίως το πρωί , αν δεν έβαζε τη φωνή η μαμά ότι το γάλα του ,που υπεραγαπούσε, θα πάγωνε και ότι ήταν η ώρα για το σχολείο, δεν έκανε καρδιά να αποχωριστεί το κρεβάτι του . Αύριο όμως ήταν Πρωτομαγιά! Σχολείο δεν θα είχαν. Η μαμά δεν θα είχε λόγους να του βάλει τις φωνές,! Και το γάλα του θα το κρατούσε ζεστό, ότι ώρα κι αν σηκωνόταν!  Το πρωί, άνοιξε μια στιγμή τα μάτια του, είδε ότι η μαμά τον είχε τακτοποιήσει πολύ καλά στο κρεβάτι του, θυμήθηκε ότι τη μέρα αυτή δεν είχε άλλες υποχρεώσεις όπως καθημερινά και αποφάσισε να εκμεταλλευτεί τη περίπτωση! Ξανά έκλεισε τα μάτια με πρόθεση να τραβήξει ακόμη έναν υπνάκο, αλλά ένας παράξενος θόρυβος, κάτι «τσίου τσίου» και κάτι φτερουγίσματα έξω από το παράθυρό του , δεν τον άφηναν να συνεχίσει. Περισσότερο από περιέργεια και χωρίς καμιά αγανάκτηση σηκώθηκε και πήγε στο παράθυρο να δει τι ήταν οι θόρυβοι αυτοί. Έκπληκτος είδε δυο ασπρόμαυρα πουλάκια να φτερουγίζουν έξω από το παράθυρο και να προσπαθούν κάτι να φτιάσουν στη πάνω γωνία του παραθυριού. Έτρεξε στη μαμά. «Μαμά έλα να δεις, δυο πουλάκια πάνε να μας λερώσουν το παράθυρο»! Η μαμά ,πήγε μαζί του και όταν είδε τι συνέβαινε έξω από το παράθυρο, αγκάλιασε το γιο της και του είπε. «Μη φοβάσαι αγάπη μου, δεν πάνε να μας λερώσουν το παράθυρο. Είναι δυο χελιδονάκια, που ήρθαν στο παράθυρό σου  γιατί ξέρουν ότι είσαι καλό παιδί και δεν θα τα διώξεις, για να κάνουν σ’ ατό τη φωλίτσα τους, το σπιτάκι τους δηλαδή. Βλέπεις, εσύ έχεις σπιτάκι , αυτά που ήρθαν τώρα, γιατί να μην έχουν κι αυτά το σπιτάκι τους να βάλουν μέσα και τα παιδάκια τους όταν γεννηθούν;»  «Και από πού ήρθαν μαμά;» τη ρώτησε ο Κωστάκης. «Από την Αφρική αγόρι μου, όπου πάνε κάθε Φθινόπωρο για να αποφύγουν τα κρύα, τις βροχές και τα χιόνια που έχουμε εμείς το χειμώνα και ξαναέρχονται εδώ να περάσουν το καλοκαίρι τους, που ο καιρός είναι πιο καλός, χωρίς τις ζέστες που θα τα σκότωναν, στην Αφρική!» Ήταν η απάντηση της μαμάς.  «Και πότε ήρθαν μαμά;» ξαναρώτησε ο Κωστάκης.
«Θυμάσαι Κωστάκη ,προχθές που είδαμε ψηλά στου Ουρανό, πολύ ψηλά, να πετάνε κάτι μεγάλα πουλιά σχηματίζοντας ένα γράμμα εκεί ψηλά, σαν το μικρό το « ν» που γράφεις στο τετράδιό σου; Ε! Αυτά τα πουλιά ήταν οι γερανοί που ζούνε στο βοριά, και επειδή δεν μπορούν να αντέξουν τις ζέστες του καλοκαιριού, φεύγουν από τα νότια μέρη, όπως η Αφρική και περνώντας πάνω από τη Πατρίδα μας φέρνουν μαζί τους και τα χελιδόνια!»  «Καλά μαμά, πως γίνεται αυτά τα τόσο μικρά πουλιά να πετάνε τόσο ψηλά όπως οι γερανοί;» Ρώτησε ξανά ο Κωστάκης γεμάτος απορία και θαυμασμό για τα μικρούλια αυτά χελιδονάκια. «Μωρό μου αλήθεια, δεν ξέρω πως γίνεται, αλλά λένε ότι τα φέρνουν οι γερανοί!» απάντησε η μαμά. «Και πως τα φέρνουν; Τα κουβαλούν στη πλάτη τους ή είναι χωμένα μέσα στα φτερά τους;»  Έτσι λέγανε οι παλιοί αγάπη μου! Εγώ , σου είπα. Αλήθεια δεν ξέρω! Ξέρω μονάχα ότι κάθε Άνοιξη που περνούν οι γερανοί έρχονται και τα χελιδονάκια και κάθε Φθινόπωρο που πάλι περνούν οι γερανοί ταξιδεύοντας προς το νοτιά , χάνονται και τα χελιδονάκια. Τώρα αν τα φέρνουν ερχόμενοι ή τα παίρνουν φεύγοντας. Αυτό ,όταν μεγαλώσεις θα το μάθεις και τότε θα το πεις και στη μανούλα!» Ο Κωστάκης δεν έκανε άλλη ερώτηση, αλλά είχε καταλάβει ότι η εμφάνιση των χελιδονιών είναι ο προάγγελος του καλοκαιριού, της ξενοιασιάς και του παιχνιδιού! Γι’ αυτό και τα αγάπησε πολύ περισσότερο αυτά τα όμορφα μικρά πουλάκια, τα χελιδονάκια και κάθε χρόνο όταν κόντευε η Πρωτομαγιά , με λαχτάρα έψαχνε τον ουρανό για να δει πότε θα περνούσαν οι γερανοί!