Σάββατο 24 Αυγούστου 2019




Στα σκαλοπάτια του σπιτιού μου.

Στα σκαλοπάτια του σπιτιού όπου γεννήθηκα,
Ήρθα ένα λιόγερμα καλοκαιριού, να κάτσω.
Tων περασμένων νοσταλγός αγιάτρευτος,
Έτσι για λίγο, να συλλογιστώ , να ξαποστάσω.

Όσα στο διάβα της ζωής μου και αν πέρασα ,
Ήρθαν εκεί μπροστά μου και αραθιαστήκαν
Κι άρχισαν ξαφνικά να μου φωνάζουνε ,
Πως κι αν περάσανε, ποτέ δεν ξεχαστήκαν.

Παιδιά, στη σκάλα αυτή, κάθε που έβρεχε,
Και δε μπορούσαμε στο δρόμο να χαρούμε,
Σαν σμάρι στη κυψέλη, μαζευόμασταν ,
Με τρίλιζα και παραμύθια να τη βρούμε!

Κάθε πρωί για το σχολειό. πάντα όταν ξεκίναγα.
Με πόνο τα κατέβαινα, αργά! Ναι, ένα ένα .
Το μεσημέρι όμως ,πεινασμένος καθώς γύρναγα,
Τρεχάτος τα ξεπήδαγα, δυο δυο τους μαζεμένα!

Αργότερα , τα βράδια, αργά σπίτι σαν γύρναγα,
Τα’ ανέβαινα σιγά σιγά σαν να’ μουν γάτα
Μη τύχαινε , αλίμονο, τους γέρους μου και ξύπναγα,
Γιατί τότε θα τ’ άκουγα χοντρά μα και σταράτα! !

Κι όταν μια μέρα η καρδιά, για μια μικρούλα χτύπησε
Στη σκάλ’ αυτή καθίσαμε, κάποια βραδιά κι οι δυο μας
Κι η σκάλα, ότι και αν άκουσε, ποτέ γι’ αυτό δε μίλησε!
Μια και το γνώριζε πως ήταν όνειρο τρελό, καταδικό μας
Μα ήρθ’ η μέρα που’ πρεπε τη σκάλα μου ν’ αφήσω
Και για σπουδές στη ξενιτιά , μακριά της να βρεθώ .
Τότε όρκο της έκανα βαρύ, πως θα ξαναγυρίσω
Και πως στα σκαλοπάτια της θα ξαναξαπλωθώ.

Η αδυσώπητη όμως ζωή, μας πάει και μας φέρνει,
Σαν το βοριά όταν φυσά, τα φύλλα τα ξερά
Και πριν το καταλάβουμε, στα δίχτυα της μας δένει
Και σ’ άλλα μέρη άγνωστα , μια μέρα μας πετά

Εκεί οι μέρες μας περνούν και φεύγουνε τα χρόνια
Κι ένα πρωί, ω! τι κακό, με έκπληξη κοιτάς
Πως τα μαλλιά σου, δυστυχώς γιομίσανε με χιόνια!
Τότε μονάχα σκέπτεσαι τον όρκο που χες κι πρεπε να κρατάς.

Έτσι το αποφάσισα και γύρισα μια μέρα
Και σαν παλιά, ξανάκατσα στο πρώτο της σκαλί
Κι ανάσανα αχόρταγα το γνώριμο αγέρα ,
Που με μεθούσε πάντοτε, σαν ήμουνα παιδί

Τα σκαλοπάτια μέτρησα. Δεν έλειπε κανένα .
Κάθε σκαλί ,μια θύμηση . Τ’ άλλο, μια ζαβολιά.
Κι ας είναι όλα πέτρινα, μιλούσανε σε μένα ,
Και τα παλιά μου θύμιζαν κι ας μην είχαν μιλιά!

Καλότυχος , κείνος που μπορεί μια μέρα ν’ αντικρίσει
Το Πατρικό το σπίτι του, τη πρώτη του φωλιά.
Τι κι αν το δάκρυ σαν φωτιά απ’ τα μάτια κι αν κυλήσει;
Σαν περιστέρι, μέσα του θε να φτεροκοπάει η καρδιά !
Κι όσες λύπες κι άλλες τόσες χαρές.κι αν πέρασε
Όλα ξεχνιούνται στη στιγμή,και χάνονται σαν νάτανε πουλιά!


Θ.Σ.Μ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου