Ο
γέρο ψαράς
-----------------------
Στου λιμανιού παράμερα , το φάρο καθισμένος ,
με νοσταλγία τήραγε τις βάρκες μια και
μια,
αγάλια να σαλπάρουνε , όσ’ είν’ καιρός πεσμένος ,
στο πέλαγος να ανοιχτούν για μια καλή
ψαριά .
Σαν γλαροπούλια’ αλάργευαν στα γαλανά λιβάδια.
Γοργόνες αφροστόλιστες, σχίζανε τα νερά,
τραβούσανε , η κάθε μια , για κείνα τα
σημάδια
που’ν
το μεγάλο μυστικό κάθε καλού ψαρά .
Ο γέρος τις εκοίταγε εκεί απ’ το λιμάνι,
και την καρδιά του έκαιγε ένας βαθύς καημός ,
μακάρι να γινότανε.
κι αυτός πριν αποθάνει
μαζί τους να μπαρκάριζε σαν τότες
πού’ταν νιος .
Το γλυκοσούρουπο κινά κι έρχεται και κουρνιάζει ,
της θάλασσας απόμαχος , γερόγλαρος
κι αυτός ,
εκεί στου φάρου τη γωνιά κι αχόρταγα
κοιτάζει
τις βάρκες που σαλπάρουνε , με
ζήλια ο φτωχός .
Και ως ο ήλιος φλογερός, αργά γέρνει στη δύση ,
στα μάτια του γέρο ψαρά δυο δάκρυα καυτά,
κυλούν σιγά , λες κι έτρεξαν απ’
ασημένια βρύση
καθώς στο νου του πέρασαν τα χρόνια τα
παλιά .-
.....///.....
Θ.Σ.Μ.-Αθήνα.-14/04/2010